Ολόκληρο το Άρθρο βρίσκεται στον εξής σύνδεσμο :
(…) Ασφαλώς, οφείλουμε να έχουμε πάντα κατά νου ότι αυτές οι έρευνες και μετρήσεις της ανθρώπινης συμπεριφοράς γίνονται μέσα σε μια καταπιεστική κοινωνία, όπου ως ένα βαθμό ο άνθρωπος έχει αλλοιωθεί και αλλοτριωθεί από το εξουσιαστικό συρφετό.
Το 1964, ένα ιδιόμορφο έγκλημα διαπράχθηκε στη Ν. Υόρκη, το οποίο λειτούργησε καταλυτικά για τους ψυχολόγους Τ. Ντάρλει και Μ. Λατανέ, που ήθελαν να ερευνήσουν τη συμπεριφορά των αυτοπτών μαρτύρων. Οι ίδιοι επινόησαν μια αλληλουχία πειραμάτων με τα οποία εξέτασαν τις αναγκαίες συνθήκες υπό τις οποίες οι άνθρωποι αγνοούν τη κραυγή κάποιου άλλου για βοήθεια, καθώς και τις συνθήκες που πρυτανεύει το πνεύμα ευσπλαχνίας. Το συμβάν-αφορμή για την έρευνα είχε ως εξής: Ήταν Παρασκευή 13 Μαρτίου 1964 και η 20χρονη Κάθριν Τζενοβέζε, επέστρεφε από τη νυχτερινή της βάρδια στο μπαρ όπου εργαζόταν. Στάθμευσε το αυτοκίνητο της και κατευθύνθηκε προς το σπίτι της, στη θέα του υπόπτου άλλαξε κατεύθυνση και πήγε προς τον τηλεφωνικό θάλαμο. Εκεί την πρόλαβε ο δράστης όπου την μαχαίρωσε. Η Κάθριν φώναζε: «Με μαχαίρωσαν. Σας παρακαλώ, βοηθήστε με! Σας παρακαλώ! Βοήθεια!». Αμέσως φώτα άνοιξαν από τα σπίτια σε αυτή τη γειτονιά του Κουίνς και κάποιος φώναξε από το παράθυρο: «Άσε ήσυχο το κορίτσι». Ο δράστης Γ. Μόουζλι αργότερα είπε κατά τη διάρκεια της δίκης, ότι είδε τα φώτα αλλά αισθάνθηκε ότι κανείς δεν θα κατέβαινε τις σκάλες. Ο Μόουζλι απομακρύνθηκε προσωρινά, η Κάθριν σύρθηκε μέχρι την είσοδο κάποιου βιβλιοπωλείου. Τα φώτα έσβησαν και ο Μόουζλι ξαναεπέστρεψε. Επιτέθηκε πάλι με μαχαίρι. Φωνές επίκλησης για βοήθεια από την Κάθριν, τα φώτα ξανάναψαν, ο Μόουζλι υποχώρησε. Αλλά και πάλι κανείς δεν κατέβηκε κάτω, τα φώτα έσβησαν και ο δράστης γύρισε και πάλι για να αποτελειώσει το θύμα και να ασελγήσει πάνω της.
Το συγκεκριμένο έγκλημα έλαβε χώρα μεταξύ 3:15 έως 3:50 πμ, επρόκειτο για τρεις αλλεπάλληλες ξεχωριστές επιθέσεις παρατεταμένης διάρκειας, παρουσία κραυγών που ζητούσαν βοήθεια. Οι αυτόπτες μάρτυρες, οι οποίοι άναψαν τα φώτα ήταν στο σύνολο τους 38, και οι οποίοι μετά το συμβάν πήγαν και πάλι για ύπνο. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ήταν ωσεί παρόντες. Τις επόμενες βδομάδες από το έγκλημα, επιστολές αναγνωστών κατέφθαναν στις εφημερίδες που ζητούσαν την τιμωρία των αυτοπτών μαρτύρων. Οι δυο ερευνητές του πειράματος αναρωτήθηκαν για ποιο λόγο δεν βοήθησε κανείς, ήταν η απάθεια ή επέδρασαν άλλες ψυχολογικές δυνάμεις; Διάφοροι επιστήμονες ανέφεραν ότι έφταιγε η τηλεόραση, άλλοι η «συναισθηματική άρνηση» λόγω του σοκ που υπέστησαν και άλλοι διατύπωσαν ψυχαναλυτικές εξηγήσεις.
Οι Ντάρλει και Λατανέ δεν πείστηκαν από τις εξηγήσεις που δοθήκαν, εν μέρει επειδή υπήρχαν πειραματικοί κοινωνικοί ψυχολόγοι, όπως ο Μίλγκραμ, που πίστευαν λιγότερο στη δύναμη της προσωπικότητας παρά στη δύναμη των καταστάσεων. Έτσι οι δύο τους σχεδίασαν ένα πείραμα στο NYUnivercity όπου προσέλαβαν ανυποψίαστους φοιτητές να συμμετάσχουν σε μια μελέτη, η οποία θα αφορούσε στην προσαρμογή των φοιτητών στην πανεπιστημιακή ζωή της πόλης. Φυσικά, αντί για φόνο οι ερευνητές έκαναν αναπαράσταση μιας επιληπτικής κρίσης. Στο αρχικό πείραμα συμμετείχαν 59 γυναίκες και 13 άνδρες, καθισμένοι σε ανεξάρτητα δωμάτια χωρίς οπτική και λεκτική επαφή μεταξύ τους. Ο κάθε συμμετέχων έπρεπε να περιμένει την σειρά του να μιλήσει κατά την οποία είχε χρόνο δύο λεπτών ομιλίας. Ο συμμετέχων πίστευε ότι στα γύρω δωμάτια βρίσκονταν άλλοι εθελοντές-φοιτητές, οι οποίοι μιλούσαν, κάτι το οποίο δεν ίσχυε αφού οι ομιλίες ήταν μαγνητοσκοπημένες. Στην πρώτη ηχογραφημένη φωνή που ακούστηκε ήταν εκείνη του υποτιθέμενου επιληπτικού, ο οποίος «παθαίνει» κρίση και ζητάει βοήθεια. Ο συμμετέχων είχε τη δυνατότητα να σηκωθεί από τη θέση του, να κατευθυνθεί στον επόπτη και να ζητήσει τη παροχή βοήθειας. Το ποσοστό που έπραξε αυτό είναι μόλις 31%. Εν συνεχεία τροποποίησαν λίγο το μέγεθος των «ομάδων». Όταν οι συμμετέχοντες πίστευαν ότι βρισκόταν σε μια ομάδα άνω των τεσσάρων ατόμων, ήταν απίθανο να ζητήσουν βοήθεια για λογαριασμό του θύματος. Από την άλλη το 85% των συμμετεχόντων που πίστευαν ότι αποτελούσαν μέρος μιας δυάδας με τον επιληπτικό φοιτητή, αναζήτησε βοήθεια εντός τριών λεπτών.
Συνεπώς, η σχέση ανάμεσα στο μέγεθος της ομάδας και τη συμπεριφορά παροχής βοήθειας είναι ακόμη πιο ενδιαφέρουσα από τη σχέση ανάμεσα στη χρονική διάρκεια και τη παροχή βοήθειας. Ίσως πιστεύετε ότι όσο μεγαλύτερη είναι η ομάδα τόσο πιο ενεργητικός γίνεται κανείς και ότι είναι πιθανότερη η παροχή βοήθειας. Το συγκεκριμένο πείραμα αμφισβητεί αυτή τη δυνατότητα, όπως και το ρητό της εξελικτικής θεωρίας σχετικά με την ασφάλεια που παρέχει ο αριθμός των παρευρισκομένων. Επίσης από τα συμπεράσματα του πειράματος προκύπτει ότι οι συμμετέχοντες που δεν αντέδρασαν δεν ήταν απαθή (παρουσίασαν ταχυκαρδία, στρες κ.ά.) αλλά βρίσκονταν σε κατάσταση αναποφασιστικότητας και σύγκρουσης. Επί πλέον για πρώτη φορά αντιλήφθηκαν το φαινόμενο που ονόμασαν «διάχυση ευθύνης». Όσο περισσότερα άτομα παρίστανται ως μάρτυρες σε κάποιο γεγονός, τόσο λιγότερο υπεύθυνο αισθάνεται το κάθε άτομο γιατί η ευθύνη κατανέμεται ισομερώς. «Είμαστε ζώα που έχουν καταδικαστεί να ζουν μ’ ένα εγκεφαλικό φλοιό ο οποίος έχει αναπτυχθεί τόσο πολύ σε σχέση με τον αρχέγονο εγκέφαλο μας μέχρι σημείου να συνθλίβονται το ένστικτο και το επακόλουθο του –η κοινή λογική».
Εν συνεχεία, οι ερευνητές προχώρησαν σε ένα ακόμη πείραμα. Μέσα σ’ ένα δωμάτιο με αγωγούς εξαερισμού οι ψυχολόγοι τοποθέτησαν δύο φοιτητές-ηθοποιούς και έναν ανυποψίαστο συμμετέχοντα. Οι τρεις τους θα συμπλήρωναν ένα ερωτηματολόγιο σχετικά με την πανεπιστημιακή ζωή. Αρκετά λεπτά μετά την έναρξη του πειράματος, αβλαβής καπνός θα διοχετεύονταν από τους αεραγωγούς μέσα στην αίθουσα. Τότε οι δυο ηθοποιοί θα παρέμεναν ψύχραιμοι και αδιάφοροι, παρότι η ατμόσφαιρα γινόταν θολή και αποπνικτική, προκαλούσε ερεθισμό και μερικοί άρχισαν να βήχουν. Από το σύνολο των συμμετεχόντων στο πείραμα (72 άτομα), μόνο ένα ενημέρωσε εντός τεσσάρων λεπτών ακόμη τρία μέχρι το τέλος της διεξαγωγής του πειράματος. Και όλα αυτά ενώ τα μαλλιά και τα χείλη των συμμετεχόντων ήταν κάτασπρα από το στρώμα αιθάλης…
Είναι πιθανό, αυτό το πείραμα περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο «να καταδεικνύει την καθαρή τρέλα που υπάρχει στα μύχια των ανθρώπινων όντων, μια τρέλα που αντιστέκεται τόσο σθεναρά στην κοινή λογική κάνοντάς μας να προτιμούμε να θέτουμε τη ζωή μας σε κίνδυνο παρά να ενεργούμε αντίθετα με αυτό που κάνουν όλοι, να δίνουμε δηλαδή μεγαλύτερη αξία στα κοινωνικά πρότυπα απ’ ότι στην επιβίωση μας». Οι τρόποι συμπεριφοράς δεν είναι κάτι το επιπόλαιο, είναι πολύ ισχυρές καταστάσεις που μπορούν να αλλοιώσουν και να διαφοροποιήσουν αρχέγονες όψεις. Όταν οι ερευνητές τροποποίησαν το πείραμα κατά τρόπο ώστε ο ανυποψίαστος συμμετέχων να είναι μόνος του στην αίθουσα, σχεδόν όλοι οι συμμετέχοντες εξέλαβαν την ιστορία του καπνού ως κατάσταση εκτάκτου ανάγκης κι ανέφεραν το γεγονός αμέσως. Συνεπώς, μια βασική παρατήρηση που μπορούμε να κάνουμε, είναι ότι το ανθρώπινο είδος των πόλεων παρακινείται από τη μίμηση, άρα ακολουθεί το πλήθος, τη μάζα είτε αυτό αφορά εκλογική πελατεία είτε «κινηματικά» πρόβατα. Μίμηση, δηλαδή, χειραγώγηση, υπακοή, εκτέλεση. Συμπεριφορές που βρίσκουν πρόσφορο έδαφος σε τρόπους και καταστάσεις ζωής όπου οι κοινωνικές δομές είναι πολύπλοκες, πολυπληθείς, εξαρτησιογόνες και ιεραρχικές. Τα πειράματα αυτά καταδεικνύουν με απλό τρόπο, ότι πολλές φορές ο σημερινός άνθρωπος δεν σκέφτεται λογικά αλλά μιμητικά και πρωταρχικά κοινωνικά αποδεκτά. Ακόμη και όταν στα τέλη της δεκαετίας του ’70 φοιτητές παρακολούθησαν σε βίντεο τα πειράματα των Ντάρλει και Λατανέ, γνωρίζοντας όλη τη μεθοδολογία, ναι μεν το ποσοστό αντίδρασης τους και παροχής βοήθειας, ήταν διπλάσιο αλλά και πάλι υπήρχε ποσοστό αδρανοποίησης και αβουλίας λόγω μιμητισμού.
Αντιλαμβανόμαστε, επίσης, τον χειραγωγικό ρόλο που μπορούν να παίξουν εύκολα τα ΜΜΕ κατασκευάζοντας πρωτίστως μια πλαστή εικόνα του κοινωνικού συνόλου, συγκεκριμενοποιώντας τάσεις και καταστάσεις κατά το δοκούν και αποσιωπόντας άλλες. Αν τα ΜΜΕ περιγράφουν ένα γεγονός ως «μεγάλου κοινωνικού ενδιαφέροντος», τότε ο πολίτης θεωρεί αυτόματα το συγκεκριμένο γεγονός ως σημαντικό, ενώ ο ίδιος σε άλλη περίπτωση ίσως θεωρούσε σημαντικό ένα άλλο γεγονός. Το ίδιο ασφαλώς ισχύει και για τα ιντερνετικά δίκτυα κοινωνικής δικτύωσης, όπου μπορούν να κατευθύνουν τη σκέψη, αντίδραση και δράση των ανθρώπων σε συγκεκριμένες εκτονωτικές καταστάσεις. Και εκτός των άλλων, το άτομο συχνά θεωρεί ότι συμμετέχει στη διαμόρφωση μιας ωφελιμιστικής κατάστασης πατώντας απλά πάνω στις ετικέτες και τα εικονίδια like και προώθηση. Έτσι, αντί να χρησιμοποιείται το μέσο για κάποιο σκοπό, καταλήγει ο χρήστης να είναι το θύμα τόσο του μέσου όσο φυσικά και του σκοπού.
Αναρχικός Πυρήνας Χαλκίδας
Πηγές: 1. Lauren Slater, Το κουτί της ψυχής, εκδ. οξύ 2. Σημειώσεις για τον ψυχιατρικό φασισμό, Don Waitz, Toronto, OntarioΑπό τη ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, φύλλο 109, Οκτώβριος 2011
πηγή: anarchypress